Ανεύρυσμα

Το ανεύρυσμα είναι η διάταση μίας εξασθενημένης αρτηρίας, που μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την εσωτερική αιμορραγία, λόγω ρήξης του ανευρύσματος.

Το ανεύρυσμα είναι η διάταση μίας εξασθενημένης αρτηρίας, που μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την εσωτερική αιμορραγία, λόγω ρήξης του ανευρύσματος. Η πιο συχνή εξασθενημένη αρτηρία είναι η κοιλιακή αορτή (φωτογραφία 1). Όταν η φυσιολογική διάμετρος υπερβαίνει το 50% της φυσιολογικής τιμής (>3cm διάμετρο), τότε υπάρχει ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής. Περίπου 1 στους 10 άνδρες ηλικίας άνω των 65 έχει διάταση της κοιλιακής αορτής και περίπου 2 στους 100 έχει μεγάλο ανεύρυσμα, το οποίο χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.

Συμπτώματα και διάγνωση

Στις περισσότερες περιπτώσεις το ανεύρυσμα δεν προκαλεί συμπτώματα στον ασθενή, με αποτέλεσμα να ανακαλύπτεται τυχαία με εξετάσεις που γίνονται για κάποιο άλλο πρόβλημα π.χ. από υπερηχογράφημα για προστάτη, παθήσεις των νεφρών ή πέτρες στη χολή. Στην περίπτωση που προκαλούνται συμπτώματα, αυτά μπορεί να είναι: α) αίσθημα παλμών στην κοιλιακή χώρα, που σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είναι και εμφανείς, β) πόνος στην κοιλιά ή τη μέση (μερικές φορές ο πόνος αυτός δίνει την αφορμή για να αποκαλυφθεί το ανεύρυσμα), γ) σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, λόγω εμβολής αθηροθρομβωτικού υλικού από το ανεύρυσμα, μπορεί να υπάρξει πόνος στα κάτω άκρα και τα δάχτυλα.

Εκτός από την κλινική εξέταση, στην οποία μπορεί να ψηλαφιστεί το ανεύρυσμα, το υπερηχογράφημα (triplex) είναι μία πολύ καλή και ανώδυνη μέθοδος διάγνωσης του ανευρύσματος. Η εξέταση αυτή θα καθορίσει το μέγεθος και την έκταση του ανευρύσματος. Άλλες διαγνωστικές εξετάσεις που πιθανόν να συστηθούν από τον αγγειοχειρουργό είναι η αξονική τομογραφία (CT-scan, φωτογραφία 2) και η μαγνητική τομογραφία (MRI).

Παράγοντες κινδύνου

Το ανεύρυσμα είναι πολύ συχνότερο στους άνδρες άνω των 60 ετών από ότι στις γυναίκες. Ο κίνδυνος αυξάνεται όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό ανευρυσμάτων, αν υπάρχει π.χ. πατέρας ή αδελφός με ανεύρυσμα. Περίπου το 25% των περιπτώσεων είναι συγγενείς πρώτου βαθμού με ανεύρυσμα. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι οι αρτηριακές παθήσεις (στηθάγχη, αθηροσκλήρωση, υπέρταση) και το κάπνισμα.

Δεν χρειάζονται όλα τα ανευρύσματα χειρουργική επέμβαση. Αυτό εξαρτάται από το μέγεθός του και την γενική κατάσταση υγείας του ασθενή. Ανάλογα με το μέγεθός του ο αγγειοχειρουργός θα πρέπει να προγραμματίσει μία παρακολούθηση για να ελέγχει περιοδικά το βαθμό της ανάπτυξής του. Αν το ανεύρυσμα έχει διάμετρο πάνω από 5,5cm συνίσταται να γίνει η χειρουργική επέμβαση. Επειδή όμως η εγχείρηση επιφέρει κάποιους κινδύνους, το πότε (σε τι μέγεθος θα χειρουργηθεί το ανεύρυσμα) θα εξαρτηθεί και από άλλα τυχόν προβλήματα υγείας όπως π.χ. καρδιακές, πνευμονικές ή νεφρικές παθήσεις, οι οποίες αυξάνουν τους κινδύνους της επέμβασης. Για ασθενείς με μεγαλύτερο κίνδυνο, το όριο για να χειρουργηθεί το ανεύρυσμα μπορεί να φτάσει τα 7cm ανάλογα με την κατάσταση της υγείας τους.

Το ιδανικότερο είναι να γίνεται η εγχείρηση όταν ο κίνδυνος ρήξης του ανευρύσματος ξεπερνά τον κίνδυνο της επέμβασης. Ο κίνδυνος ρήξης του αυξάνεται όσο το ανεύρυσμα μεγαλώνει. Αν υποστεί ρήξη, τότε ο ασθενής θα αισθανθεί μία έντονη αδυναμία, πόνο στην κοιλιακή ή την οσφυϊκή χώρα, ζάλη και σε αυτή την περίπτωση η πιθανότητα επιβίωσης είναι ελάχιστη. Άλλη ένδειξη για την χειρουργική αποκατάσταση του κοιλιακού ανευρύσματος είναι εάν ο ρυθμός αύξησής του είναι γρήγορος (1cm το χρόνο), ανεξάρτητα από το μέγεθός του. Ο αγγειοχειρουργός μπορεί να συζητήσει και να εξηγήσει τους κινδύνους που επιφέρει το χειρουργείο ανάλογα με την περίπτωση του κάθε ασθενή.

 

Χειρουργική Επέμβαση

Τα περισσότερα ανευρύσματα αντιμετωπίζονται με μία επέμβαση στην κοιλιακή χώρα, στην οποία αντικαθίσταται η διάταση της αορτής με ένα απλό μόσχευμα (φωτογραφία 3) ή με διχαλωτό μόσχευμα (φωτογραφία 4). Αυτό είναι κατασκευασμένο από ισχυρό, ανθεκτικό ύφασμα και από συνθετικό υλικό (Dacron). Εφόσον η επέμβαση ολοκληρωθεί επιτυχώς ο ασθενής συνήθως επιστρέφει στην κανονική του ζωή, ενώ η πλήρης ανάρρωση γίνεται μέσα σε 3-6 μήνες, ανάλογα με την περίπτωση κάθε ασθενή.

Μερικά ανευρύσματα δύνανται επίσης να θεραπευτούν με μία νέα μέθοδο, την τοποθέτηση ενδοαγγειακού μοσχεύματος stent. Το μόσχευμα stent τοποθετείται μέσα στην αορτή καθοδηγούμενο από έναν καθετήρα (ένα σε κάθε βουβωνική χώρα), από μία μικρή τομή. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης χρησιμοποιείται ακτινολογικός έλεγχος, ώστε να τοποθετηθεί το μόσχευμα στο σωστό σημείο. Η μέθοδος αυτή, παρότι μειώνει το χρόνο παραμονής του ασθενή στο νοσοκομείο και της ανάρρωσης, απαιτεί συχνότερες επισκέψεις στον αγγειοχειρουργό για παρακολούθηση της σωστής λειτουργίας του stent και αυτό γίνεται συνήθως με αξονική τομογραφία.

Ενώ η τοποθέτηση ενδοαγγειακού μοσχεύματος stent μπορεί να είναι ιδανικότερη θεραπεία για ορισμένους ασθενείς, σε κάποιους άλλους η ανοικτή επέμβαση μπορεί να είναι η καλύτερη μέθοδος. Αυτό θα πρέπει να συζητηθεί και να αποφασιστεί με τον αγγειοχειρούργο, ώστε ανάλογα με την περίπτωση του ασθενή να χρησιμοποιηθεί η καταλληλότερη μέθοδος.

Πρόληψη

Από τη στιγμή διάγνωσης του ανευρύσματος είναι πολύ σημαντικό να παρακολουθείται η ανάπτυξή του από τον αγγειοχειρουργό. Χρήσιμο είναι βέβαια να βελτιωθεί η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενή κάνοντας σωματική άσκηση, ρυθμίζοντας την αρτηριακή πίεση, χάνοντας σωματικό βάρος και σταματώντας το κάπνισμα.

Πηγή: Δρ. Νικόλαος Φασιάδης (MRCS, FRCS Ed, PhD)

Διαβάστε επίσης...

Περισσότερες κατηγορίες...

Σημείωση: Αυτές οι πληροφορίες προορίζονται για γενική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την συμβουλή ιατρού ή άλλου αρμοδίου επαγγελματία υγείας.